-
1 κεραυνός
κεραυνός, ὁ,A thunderbolt,νῆα θοὴν ἔβαλε ψολόεντι κ. Od.23.330
; βρόντησε καὶ ἔμβαλε νηῒκ. 14.305;Διὸς πληγεῖσα κεραυνῷ 12.416
; esp. as weapon of Zeus, Hes. Th. 854, etc.; forged by the Cyclopes, ib. 141;τὸν κ. τοῦ Διός Ar.Av. 1538
;καταιβάτης A.Pr. 361
; πυρωπός ib. 668;ὁ πυρφόρος κ. Id.Th. 445
;κεραυνοῦ κρείσσονα φλόγα Id.Pr. 922
;κ. ἀργής Ar.Av. 1747
(anap.); πτερόεις ib. 576;κεραυνοῦ βέλος A.Th. 453
(lyr.), S.Tr. 1088;ὁ κ. λάμπων πυρί Ar.Nu. 395
;κ., πτεροφόρον Διὸς βέλος Id.Av. 1714
; κ. πίπτει, κατασκήπτει εἰς .., X.HG4.7.7, Plu.Lyc.31: pl., κεραυνοί thunderbolts, Hes.Th. 690, Hdt.8.37, Epicur.Ep.2p.46U.; ποῦ ποτε κεραυνοὶ Διός; S.El. 823 (lyr.), cf. Ar.Pl. 125;τὰ τῶν κ. πτώματα Pl.Ti. 80c
; defined as ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς, i.e. thunder and lightning, Zeno Stoic.1.34.II metaph., κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν, of Pericles, Com.Adesp.10; τύπτειν κεραυνός a thunderbolt for striking, Antiph.195.4; Κεραυνός, as a name of great soldiers, Plu.Arist.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεραυνός
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский